αδιαχώριστος

αδιαχώριστος
[адиахористос] επ. неразлучный

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιαχώριστος" в других словарях:

  • ἀδιαχώριστος — unseparated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαχώριστος — η, ο (Μ ἀδιαχώριστος, ον) [διαχωρίζω] αυτός που δεν διαχωρίστηκε ή δεν μπορεί να διαχωριστεί, αδιανέμητος, αδιαίρετος …   Dictionary of Greek

  • αδιαχώριστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος: Οι δυο τους είχαν συμφέροντα κοινά και αδιαχώριστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαχωρίστως — ἀδιαχώριστος unseparated adverbial ἀδιαχώριστος unseparated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαχώριστον — ἀδιαχώριστος unseparated masc/fem acc sg ἀδιαχώριστος unseparated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαχώριστα — ἀδιαχώριστος unseparated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαχώριστοι — ἀδιαχώριστος unseparated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάζευκτος — η, ο (Α ἀδιάζευκτος, ον) [διαζευγνύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει διαζευχθεί, δεν έχει πάρει διαζύγιο αρχ. αδιαχώριστος, αχώριστος, αδιάσπαστος …   Dictionary of Greek

  • αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος …   Dictionary of Greek

  • αδιάσπαστος — η, ο (Α ἀδιάσπαστος, ον) [διασπῶ] 1. αυτός που δεν διασπάστηκε ή δεν μπορεί να διασπαστεί 2. αδιαχώριστος, άρρηκτος, σταθερός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»